επίτεξ

επίτεξ
ἐπίτεξ, ἡ (Α)
επίτοκος, ετοιμόγεννη (α. «μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτεκα ἐοῡσαν», Ηρόδ.
β. «ὡς ἐπίτεξ ἐστίν [ἡ κύων]», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *τεξ (< τίκτω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά-τεξ, καλλί-τεξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίτεξ — at the birth fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτεκα — ἐπίτεξ at the birth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”